- προσυφαίνω
- προσῠφαίνω, 1 [tense] aor. inf.A
-νφᾶναι Sever.
ap. Eus.PE13.17:—interweave with,ἀθανάτῳ θνητόν Pl.Ti.41d
, cf. Sever. l.c.;τὸ ἀκόλουθον τῇ γραφῇ Ph.1.511
, cf. 536 ([voice] Pass.), Jul.Gal.178b;καινόν τι τοῖς ἀρχαίοις Them.Or.26.316a
; προσυφάνθη τὸ χόριον (sc. τῷ ς ώματι) Porph.Marc. 32: metaph. of buildings, οἰκίας προσυφαίνουσι ταῖς γωνίαις (in a painting) Philostr.Im.2.28; [στοαὶ] αἷς ἱππόδρομός τε προσύφανται καὶ θέατρον Lib.Or.11.218
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.